ἀσπαλάκων

ἀσπαλάκων
ἀσπάλαξ
blind-rat
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαθύεργος — (bathyergus). Γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας των βαθυεργιδών. Είναι τρωκτικά με συνήθειες ασπαλάκων, γι’ αυτό τα ονομάζουν και ασπαλακώδεις μύες. Ζουν στην Αφρική και περισσότερο στις περιοχές γύρω από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”